Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
λισσός
λιστός
λιστρεύω
λίστρον
λῖτα
λιταί
λιταίνω
λιτανεύω
λιτανός
λιταργίζω
λιτέσθαι
λῑτί
λιτοίμην
λιτοργός
λιτός
λῑτός
λῑτότης
λῑ́τρᾱ
λίτρον
λιτρώδης
λιττάς
View word page
λιτέσθαι
λιτέσθαι
aor.2 mid.inf.
see
λίσσομαι
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
λιτέσθαι
Headword (normalized):
λιτέσθαι
Headword (normalized/stripped):
λιτεσθαι
IDX:
24690
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24691
Key:
λιτέσθαι
Data
{'headword_display': '<b>λιτέσθαι</b>', 'content': '<XE><RefFm>λιτέσθαι<LblR>aor.2 mid.inf.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>λίσσομαι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'λιτέσθαι'}