Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λισσάς
λίσσομαι
λισσός
λιστός
λιστρεύω
λίστρον
λῖτα
λιταί
λιταίνω
λιτανεύω
λιτανός
λιταργίζω
λιτέσθαι
λῑτί
λιτοίμην
λιτοργός
λιτός
λῑτός
λῑτότης
λῑ́τρᾱ
λίτρον
View word page
λιτανός
λιτανόςή όνadj of songsof prayerA.

ShortDef

praying, suppliant

Debugging

Headword:
λιτανός
Headword (normalized):
λιτανός
Headword (normalized/stripped):
λιτανος
IDX:
24688
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24689
Key:
λιτανός

Data

{'headword_display': '<b>λιτανός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>λιτανός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of songs</Indic><Tr>of prayer</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'λιτανός'}