Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λίσπος
λισσᾱ́νιε
λισσάς
λίσσομαι
λισσός
λιστός
λιστρεύω
λίστρον
λῖτα
λιταί
λιταίνω
λιτανεύω
λιτανός
λιταργίζω
λιτέσθαι
λῑτί
λιτοίμην
λιτοργός
λιτός
λῑτός
λῑτότης
View word page
λιταίνω
λιταίνωvb entreat, imploresomeoneE.

ShortDef

pray, entreat

Debugging

Headword:
λιταίνω
Headword (normalized):
λιταίνω
Headword (normalized/stripped):
λιταινω
IDX:
24686
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24687
Key:
λιταίνω

Data

{'headword_display': '<b>λιταίνω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>λιταίνω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>entreat, implore<Expl>someone</Expl></Tr><Au>E.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'λιταίνω'}