Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λιποστρατίᾱ
λιποστράτιον
λιποτάξιον
λιπότεκνος
λίπουρος
λιποψῡχέω
λιποψῡχίᾱ
λιπόων
λίπτω
λιπών
λῑρός
λῑ́ς
λῑ́ς
λίσαι
λίσπος
λισσᾱ́νιε
λισσάς
λίσσομαι
λισσός
λιστός
λιστρεύω
View word page
λῑρός
λῑρόςᾱ́ όνadj of a personshamelessCall.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λῑρός
Headword (normalized):
λῑρός
Headword (normalized/stripped):
λιρος
IDX:
24672
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24673
Key:
λῑρός

Data

{'headword_display': '<b>λῑρός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>λῑρός</HL><Infl>ᾱ́ όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a person</Indic><Tr>shameless</Tr><Au>Call.</Au></aS1></AE>', 'key': 'λῑρός'}