Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λιπόξυλος
λιποπάτωρ
λιποπνόη
λίπος
λιποστρατίᾱ
λιποστράτιον
λιποτάξιον
λιπότεκνος
λίπουρος
λιποψῡχέω
λιποψῡχίᾱ
λιπόων
λίπτω
λιπών
λῑρός
λῑ́ς
λῑ́ς
λίσαι
λίσπος
λισσᾱ́νιε
λισσάς
View word page
λιποψῡχίᾱ
λιποψῡχίᾱᾱςf faintnessfr. loss of bloodPlu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λιποψῡχίᾱ
Headword (normalized):
λιποψῡχίᾱ
Headword (normalized/stripped):
λιποψυχια
IDX:
24668
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24669
Key:
λιποψῡχίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>λιποψῡχίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>λιποψῡχίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>faintness<Expl>fr. loss of blood</Expl></Tr><Au>Plu.</Au> </nS1></NE>', 'key': 'λιποψῡχίᾱ'}