Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λίπον
λιπόναυς
λιποναύτᾱς
λιπόξυλος
λιποπάτωρ
λιποπνόη
λίπος
λιποστρατίᾱ
λιποστράτιον
λιποτάξιον
λιπότεκνος
λίπουρος
λιποψῡχέω
λιποψῡχίᾱ
λιπόων
λίπτω
λιπών
λῑρός
λῑ́ς
λῑ́ς
λίσαι
View word page
λιπό-τεκνος
λιπό-τεκνοςονadjτέκνον of a houselacking childrenchildlessPi.fr.

ShortDef

childless

Debugging

Headword:
λιπότεκνος
Headword (normalized):
λιπότεκνος
Headword (normalized/stripped):
λιποτεκνος
IDX:
24665
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24666
Key:
λιπότεκνος

Data

{'headword_display': '<b>λιπό-τεκνος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>λιπό-τεκνος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>τέκνον</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a house</Indic><Def>lacking children</Def><Tr>childless</Tr><Au>Pi.<Wk>fr.</Wk></Au></aS1></AE>', 'key': 'λιπότεκνος'}