Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λιπεῖν
λιπερνής
λιπεσᾱ́νωρ
λιπογάμετος
λιποθῡμέω
λιποθῡμίᾱ
λιπομαρτύριον
λίπον
λιπόναυς
λιποναύτᾱς
λιπόξυλος
λιποπάτωρ
λιποπνόη
λίπος
λιποστρατίᾱ
λιποστράτιον
λιποτάξιον
λιπότεκνος
λίπουρος
λιποψῡχέω
λιποψῡχίᾱ
View word page
λιπό-ξυλος
λιπόξυλοςονadjξύλον lacking woodfig., of an argumentlacking in concretenessmaterial illustrationEmp.

ShortDef

lacking wood

Debugging

Headword:
λιπόξυλος
Headword (normalized):
λιπόξυλος
Headword (normalized/stripped):
λιποξυλος
IDX:
24658
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24659
Key:
λιπόξυλος

Data

{'headword_display': '<b>λιπό-ξυλος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>λιπό<hyph/>ξυλος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ξύλον</Ref></Ety></HG> <aS1><Def>lacking wood</Def><aS2><Indic>fig., of an argument</Indic><Tr>lacking in concreteness<or/>material illustration</Tr><Au>Emp.</Au> </aS2></aS1> </AE>', 'key': 'λιπόξυλος'}