Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λιπαρότης
λιπαρότροφος
λιπαρόχρως
λιπαρώψ
λιπάω
λιπεῖν
λιπερνής
λιπεσᾱ́νωρ
λιπογάμετος
λιποθῡμέω
λιποθῡμίᾱ
λιπομαρτύριον
λίπον
λιπόναυς
λιποναύτᾱς
λιπόξυλος
λιποπάτωρ
λιποπνόη
λίπος
λιποστρατίᾱ
λιποστράτιον
View word page
λιποθῡμίᾱ
λιποθῡμίᾱᾱςf loss of consciousness, faintingPlu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λιποθῡμίᾱ
Headword (normalized):
λιποθῡμίᾱ
Headword (normalized/stripped):
λιποθυμια
IDX:
24653
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24654
Key:
λιποθῡμίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>λιποθῡμίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>λιποθῡμίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>loss of consciousness, fainting</Tr><Au>Plu.</Au></nS1> </NE>', 'key': 'λιποθῡμίᾱ'}