Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λῑπαρίη
λιπαρόζωνος
λιπαρόθρονος
λιπαροκρήδεμνος
λιπαρόμματος
λιπαροπλόκαμος
λιπαρός
λιπαρότης
λιπαρότροφος
λιπαρόχρως
λιπαρώψ
λιπάω
λιπεῖν
λιπερνής
λιπεσᾱ́νωρ
λιπογάμετος
λιποθῡμέω
λιποθῡμίᾱ
λιπομαρτύριον
λίπον
λιπόναυς
View word page
λιπαρ-ώψ
λιπαρώψῶποςmasc.fem.adj of a table laden w. foodshiny-lookingPhilox.Leuc.

ShortDef

bright-looking

Debugging

Headword:
λιπαρώψ
Headword (normalized):
λιπαρώψ
Headword (normalized/stripped):
λιπαρωψ
IDX:
24646
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24647
Key:
λιπαρώψ

Data

{'headword_display': '<b>λιπαρ-ώψ</b>', 'content': '<AE><HG><HL>λιπαρ<hyph/>ώψ</HL><Infl>ῶπος</Infl><PS>masc.fem.adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a table laden w. food</Indic><Tr>shiny-looking</Tr><Au>Philox.Leuc.</Au> </aS1></AE>', 'key': 'λιπαρώψ'}