Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λῑπαρέω
λῑπαρής
λῑπαρίη
λιπαρόζωνος
λιπαρόθρονος
λιπαροκρήδεμνος
λιπαρόμματος
λιπαροπλόκαμος
λιπαρός
λιπαρότης
λιπαρότροφος
λιπαρόχρως
λιπαρώψ
λιπάω
λιπεῖν
λιπερνής
λιπεσᾱ́νωρ
λιπογάμετος
λιποθῡμέω
λιποθῡμίᾱ
λιπομαρτύριον
View word page
λιπαρό-τροφος
λιπαρό-τροφοςονadjτρέφω of sheeprichly fedPi.fr.

ShortDef

richly fed

Debugging

Headword:
λιπαρότροφος
Headword (normalized):
λιπαρότροφος
Headword (normalized/stripped):
λιπαροτροφος
IDX:
24644
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24645
Key:
λιπαρότροφος

Data

{'headword_display': '<b>λιπαρό-τροφος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>λιπαρό-τροφος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>τρέφω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of sheep</Indic><Tr>richly fed</Tr><Au>Pi.<Wk>fr.</Wk></Au></aS1></AE>', 'key': 'λιπαρότροφος'}