Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λιπαραυγής
λῑπαρέω
λῑπαρής
λῑπαρίη
λιπαρόζωνος
λιπαρόθρονος
λιπαροκρήδεμνος
λιπαρόμματος
λιπαροπλόκαμος
λιπαρός
λιπαρότης
λιπαρότροφος
λιπαρόχρως
λιπαρώψ
λιπάω
λιπεῖν
λιπερνής
λιπεσᾱ́νωρ
λιπογάμετος
λιποθῡμέω
λιποθῡμίᾱ
View word page
λιπαρότης
λιπαρότηςητοςf oil-like qualityoilinessof a liquidPlu. splendid conditionsleeknessof a mulePlu.

ShortDef

fattiness

Debugging

Headword:
λιπαρότης
Headword (normalized):
λιπαρότης
Headword (normalized/stripped):
λιπαροτης
IDX:
24643
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24644
Key:
λιπαρότης

Data

{'headword_display': '<b>λιπαρότης</b>', 'content': '<NE><HG><HL>λιπαρότης</HL><Infl>ητος</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Def>oil-like quality</Def><Tr>oiliness<Expl>of a liquid</Expl></Tr><Au>Plu.</Au></nS1> <nS1><Def>splendid condition</Def><Tr>sleekness<Expl>of a mule</Expl></Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'λιπαρότης'}