Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Λιπάρᾱ
λιπαράμπυξ
λιπαραυγής
λῑπαρέω
λῑπαρής
λῑπαρίη
λιπαρόζωνος
λιπαρόθρονος
λιπαροκρήδεμνος
λιπαρόμματος
λιπαροπλόκαμος
λιπαρός
λιπαρότης
λιπαρότροφος
λιπαρόχρως
λιπαρώψ
λιπάω
λιπεῖν
λιπερνής
λιπεσᾱ́νωρ
λιπογάμετος
View word page
λιπαρο-πλόκαμος
λιπαροπλόκαμοςονadj of a goddess, her headwith gleaming tressesIl. Pi.fr.

ShortDef

with glossy locks

Debugging

Headword:
λιπαροπλόκαμος
Headword (normalized):
λιπαροπλόκαμος
Headword (normalized/stripped):
λιπαροπλοκαμος
IDX:
24641
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24642
Key:
λιπαροπλόκαμος

Data

{'headword_display': '<b>λιπαρο-πλόκαμος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>λιπαρο<hyph/>πλόκαμος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a goddess, her head</Indic><Tr>with gleaming tresses</Tr><Au>Il. Pi.<Wk>fr.</Wk></Au> </aS1></AE>', 'key': 'λιπαροπλόκαμος'}