Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λιπαίνω
Λιπάρᾱ
λιπαράμπυξ
λιπαραυγής
λῑπαρέω
λῑπαρής
λῑπαρίη
λιπαρόζωνος
λιπαρόθρονος
λιπαροκρήδεμνος
λιπαρόμματος
λιπαροπλόκαμος
λιπαρός
λιπαρότης
λιπαρότροφος
λιπαρόχρως
λιπαρώψ
λιπάω
λιπεῖν
λιπερνής
λιπεσᾱ́νωρ
View word page
λιπαρ-όμματος
λιπαρ-όμματοςονadjὄμμα of a goddessbright-eyedLicymn.

ShortDef

lustrous-eyed

Debugging

Headword:
λιπαρόμματος
Headword (normalized):
λιπαρόμματος
Headword (normalized/stripped):
λιπαρομματος
IDX:
24640
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24641
Key:
λιπαρόμματος

Data

{'headword_display': '<b>λιπαρ-όμματος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>λιπαρ-όμματος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ὄμμα</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a goddess</Indic><Tr>bright-eyed</Tr><Au>Licymn.</Au></aS1></AE>', 'key': 'λιπαρόμματος'}