Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λίπα
λιπαίνω
Λιπάρᾱ
λιπαράμπυξ
λιπαραυγής
λῑπαρέω
λῑπαρής
λῑπαρίη
λιπαρόζωνος
λιπαρόθρονος
λιπαροκρήδεμνος
λιπαρόμματος
λιπαροπλόκαμος
λιπαρός
λιπαρότης
λιπαρότροφος
λιπαρόχρως
λιπαρώψ
λιπάω
λιπεῖν
λιπερνής
View word page
λιπαρο-κρήδεμνος
λιπαροκρήδεμνοςονadjκρήδεμνον of goddesseswith gleaming head-dressIl. hHom.

ShortDef

with bright head-band

Debugging

Headword:
λιπαροκρήδεμνος
Headword (normalized):
λιπαροκρήδεμνος
Headword (normalized/stripped):
λιπαροκρηδεμνος
IDX:
24639
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24640
Key:
λιπαροκρήδεμνος

Data

{'headword_display': '<b>λιπαρο-κρήδεμνος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>λιπαρο<hyph/>κρήδεμνος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>κρήδεμνον</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of goddesses</Indic><Tr>with gleaming head-dress</Tr><Au>Il. hHom.</Au> </aS1> </AE>', 'key': 'λιπαροκρήδεμνος'}