Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λινουργός
λινοῦς
λινοφθόρος
λίπα
λιπαίνω
Λιπάρᾱ
λιπαράμπυξ
λιπαραυγής
λῑπαρέω
λῑπαρής
λῑπαρίη
λιπαρόζωνος
λιπαρόθρονος
λιπαροκρήδεμνος
λιπαρόμματος
λιπαροπλόκαμος
λιπαρός
λιπαρότης
λιπαρότροφος
λιπαρόχρως
λιπαρώψ
View word page
λῑπαρίη
λῑπαρίηηςIon.f perseverance, tenacityagainst an enemyHdt.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λῑπαρίη
Headword (normalized):
λῑπαρίη
Headword (normalized/stripped):
λιπαριη
IDX:
24636
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24637
Key:
λῑπαρίη

Data

{'headword_display': '<b>λῑπαρίη</b>', 'content': '<NE><HG><HL>λῑπαρίη</HL><Infl>ης</Infl><PS>Ion.f</PS></HG> <nS1><Tr>perseverance, tenacity<Expl>against an enemy</Expl></Tr><Au>Hdt.</Au> </nS1> </NE>', 'key': 'λῑπαρίη'}