Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λῑνοπτάομαι
λινόπτερος
λινορραφής
Λίνος
λινοσινής
λινόστολος
λινουργός
λινοῦς
λινοφθόρος
λίπα
λιπαίνω
Λιπάρᾱ
λιπαράμπυξ
λιπαραυγής
λῑπαρέω
λῑπαρής
λῑπαρίη
λιπαρόζωνος
λιπαρόθρονος
λιπαροκρήδεμνος
λιπαρόμματος
View word page
λιπαίνω
λιπαίνωvbλίπα of a riverenricha landE.

ShortDef

to oil, anoint

Debugging

Headword:
λιπαίνω
Headword (normalized):
λιπαίνω
Headword (normalized/stripped):
λιπαινω
IDX:
24630
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24631
Key:
λιπαίνω

Data

{'headword_display': '<b>λιπαίνω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>λιπαίνω</HL><PS>vb</PS><Ety><Ref>λίπα</Ref></Ety></vHG> <vS1><Indic>of a river</Indic><Tr>enrich</Tr><Obj>a land<Au>E.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'λιπαίνω'}