Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λίνον
λινοπόρος
λῑνοπτάομαι
λινόπτερος
λινορραφής
Λίνος
λινοσινής
λινόστολος
λινουργός
λινοῦς
λινοφθόρος
λίπα
λιπαίνω
Λιπάρᾱ
λιπαράμπυξ
λιπαραυγής
λῑπαρέω
λῑπαρής
λῑπαρίη
λιπαρόζωνος
λιπαρόθρονος
View word page
λινο-φθόρος
λινοφθόροςονadjφθείρω of tearingdestroying the linenw.gen.of garmentsA.

ShortDef

linen-wasting

Debugging

Headword:
λινοφθόρος
Headword (normalized):
λινοφθόρος
Headword (normalized/stripped):
λινοφθορος
IDX:
24628
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24629
Key:
λινοφθόρος

Data

{'headword_display': '<b>λινο-φθόρος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>λινο<hyph/>φθόρος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>φθείρω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of tearing</Indic><Tr>destroying the linen<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of garments</Expl></Tr><Au>A.</Au> </aS1></AE>', 'key': 'λινοφθόρος'}