Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λινόκροκος
λίνον
λινοπόρος
λῑνοπτάομαι
λινόπτερος
λινορραφής
Λίνος
λινοσινής
λινόστολος
λινουργός
λινοῦς
λινοφθόρος
λίπα
λιπαίνω
Λιπάρᾱ
λιπαράμπυξ
λιπαραυγής
λῑπαρέω
λῑπαρής
λῑπαρίη
λιπαρόζωνος
View word page
λινοῦς
λινοῦςAtt.adjsee λίνεος

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λινοῦς
Headword (normalized):
λινοῦς
Headword (normalized/stripped):
λινους
IDX:
24627
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24628
Key:
λινοῦς

Data

{'headword_display': '<b>λινοῦς</b>', 'content': '<XE><RefVL><FmHL>λινοῦς</FmHL><PS>Att.adj</PS></RefVL><XR>see <Ref>λίνεος</Ref></XR> </XE>', 'key': 'λινοῦς'}