Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λινοθώρηξ
λινόκροκος
λίνον
λινοπόρος
λῑνοπτάομαι
λινόπτερος
λινορραφής
Λίνος
λινοσινής
λινόστολος
λινουργός
λινοῦς
λινοφθόρος
λίπα
λιπαίνω
Λιπάρᾱ
λιπαράμπυξ
λιπαραυγής
λῑπαρέω
λῑπαρής
λῑπαρίη
View word page
λινουργός
λινουργόςοῦmἔργον flax-workerPlu.

ShortDef

a weaver

Debugging

Headword:
λινουργός
Headword (normalized):
λινουργός
Headword (normalized/stripped):
λινουργος
IDX:
24626
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24627
Key:
λινουργός

Data

{'headword_display': '<b>λινουργός</b>', 'content': '<NE><HG><HL>λινουργός</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>ἔργον</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>flax-worker</Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'λινουργός'}