Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λινόζωστος
λινοθώρηξ
λινόκροκος
λίνον
λινοπόρος
λῑνοπτάομαι
λινόπτερος
λινορραφής
Λίνος
λινοσινής
λινόστολος
λινουργός
λινοῦς
λινοφθόρος
λίπα
λιπαίνω
Λιπάρᾱ
λιπαράμπυξ
λιπαραυγής
λῑπαρέω
λῑπαρής
View word page
λινό-στολος
λινόστολοςονadjστολή of the Egyptianslinen-cladB.

ShortDef

clad in linen

Debugging

Headword:
λινόστολος
Headword (normalized):
λινόστολος
Headword (normalized/stripped):
λινοστολος
IDX:
24625
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24626
Key:
λινόστολος

Data

{'headword_display': '<b>λινό-στολος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>λινό<hyph/>στολος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>στολή</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of the Egyptians</Indic><Tr>linen-clad</Tr><Au>B.</Au> </aS1></AE>', 'key': 'λινόστολος'}