Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λινόδετος
λινόζωστος
λινοθώρηξ
λινόκροκος
λίνον
λινοπόρος
λῑνοπτάομαι
λινόπτερος
λινορραφής
Λίνος
λινοσινής
λινόστολος
λινουργός
λινοῦς
λινοφθόρος
λίπα
λιπαίνω
Λιπάρᾱ
λιπαράμπυξ
λιπαραυγής
λῑπαρέω
View word page
λινο-σινής
λινοσινήςέςadjλίνονσίνος of the tearing of a veillinen-destroyingA.

ShortDef

damaging linen

Debugging

Headword:
λινοσινής
Headword (normalized):
λινοσινής
Headword (normalized/stripped):
λινοσινης
IDX:
24624
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24625
Key:
λινοσινής

Data

{'headword_display': '<b>λινο-σινής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>λινο<hyph/>σινής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>λίνον</Ref><Ref>σίνος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of the tearing of a veil</Indic><Tr>linen-destroying</Tr><Au>A.</Au> </aS1> </AE>', 'key': 'λινοσινής'}