Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λίνεος
λινόδεσμος
λινόδετος
λινόζωστος
λινοθώρηξ
λινόκροκος
λίνον
λινοπόρος
λῑνοπτάομαι
λινόπτερος
λινορραφής
Λίνος
λινοσινής
λινόστολος
λινουργός
λινοῦς
λινοφθόρος
λίπα
λιπαίνω
Λιπάρᾱ
λιπαράμπυξ
View word page
λινο-ρραφής
λινορραφήςέςadjῥάπτω app. of a ship's awningof stitched linenA.

ShortDef

sewn of flax

Debugging

Headword:
λινορραφής
Headword (normalized):
λινορραφής
Headword (normalized/stripped):
λινορραφης
IDX:
24622
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24623
Key:
λινορραφής

Data

{'headword_display': '<b>λινο-ρραφής</b>', 'content': "<AE><HG><HL>λινο<hyph/>ρραφής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ῥάπτω</Ref></Ety></HG> <aS1> <Indic>app. of a ship's awning</Indic><Tr>of stitched linen</Tr><Au>A.</Au></aS1> </AE>", 'key': 'λινορραφής'}