Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λῑμώττω
λῖν
Λίνδος
λίνεος
λινόδεσμος
λινόδετος
λινόζωστος
λινοθώρηξ
λινόκροκος
λίνον
λινοπόρος
λῑνοπτάομαι
λινόπτερος
λινορραφής
Λίνος
λινοσινής
λινόστολος
λινουργός
λινοῦς
λινοφθόρος
λίπα
View word page
λινο-πόρος
λινοπόροςονadj of windsconveying the linen sailof a shipE.

ShortDef

sail-wafting

Debugging

Headword:
λινοπόρος
Headword (normalized):
λινοπόρος
Headword (normalized/stripped):
λινοπορος
IDX:
24619
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24620
Key:
λινοπόρος

Data

{'headword_display': '<b>λινο-πόρος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>λινο<hyph/>πόρος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of winds</Indic><Tr>conveying the linen sail<Expl>of a ship</Expl></Tr><Au>E.</Au> </aS1></AE>', 'key': 'λινοπόρος'}