Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λῑμός
λῑμόψωρος
λῑμώττω
λῖν
Λίνδος
λίνεος
λινόδεσμος
λινόδετος
λινόζωστος
λινοθώρηξ
λινόκροκος
λίνον
λινοπόρος
λῑνοπτάομαι
λινόπτερος
λινορραφής
Λίνος
λινοσινής
λινόστολος
λινουργός
λινοῦς
View word page
λινό-κροκος
λινόκροκοςονadjκρόκη of a robe, also envisaged as a sailwoven with threads of flaxlinenE.

ShortDef

flax-woven

Debugging

Headword:
λινόκροκος
Headword (normalized):
λινόκροκος
Headword (normalized/stripped):
λινοκροκος
IDX:
24617
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24618
Key:
λινόκροκος

Data

{'headword_display': '<b>λινό-κροκος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>λινό<hyph/>κροκος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>κρόκη</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a robe, also envisaged as a sail</Indic><Def>woven with threads of flax</Def><Tr>linen</Tr><Au>E.</Au> </aS1></AE>', 'key': 'λινόκροκος'}