Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λῑμοκτονίᾱ
λῑμός
λῑμόψωρος
λῑμώττω
λῖν
Λίνδος
λίνεος
λινόδεσμος
λινόδετος
λινόζωστος
λινοθώρηξ
λινόκροκος
λίνον
λινοπόρος
λῑνοπτάομαι
λινόπτερος
λινορραφής
Λίνος
λινοσινής
λινόστολος
λινουργός
View word page
λινο-θώρηξ
λινοθώρηξηκοςIon.masc.fem.adjθώρᾱξ of a warriorwearing a linen cuirassIl.

ShortDef

wearing a linen cuirass

Debugging

Headword:
λινοθώρηξ
Headword (normalized):
λινοθώρηξ
Headword (normalized/stripped):
λινοθωρηξ
IDX:
24616
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24617
Key:
λινοθώρηξ

Data

{'headword_display': '<b>λινο-θώρηξ</b>', 'content': '<AE><HG><HL>λινο<hyph/>θώρηξ</HL><Infl>ηκος</Infl><PS>Ion.masc.fem.adj</PS><Ety><Ref>θώρᾱξ</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a warrior</Indic><Tr>wearing a linen cuirass</Tr><Au>Il.</Au> </aS1></AE>', 'key': 'λινοθώρηξ'}