Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λῑμοκτονέω
λῑμοκτονίᾱ
λῑμός
λῑμόψωρος
λῑμώττω
λῖν
Λίνδος
λίνεος
λινόδεσμος
λινόδετος
λινόζωστος
λινοθώρηξ
λινόκροκος
λίνον
λινοπόρος
λῑνοπτάομαι
λινόπτερος
λινορραφής
Λίνος
λινοσινής
λινόστολος
View word page
λινό-ζωστος
λινό-ζωστοςονadjζωστός of the sides of shipsbound with flaxref. to reinforcing ropesTim.

ShortDef

bound with flaxen cords

Debugging

Headword:
λινόζωστος
Headword (normalized):
λινόζωστος
Headword (normalized/stripped):
λινοζωστος
IDX:
24615
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24616
Key:
λινόζωστος

Data

{'headword_display': '<b>λινό-ζωστος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>λινό-ζωστος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ζωστός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of the sides of ships</Indic><Tr>bound with flax<Expl>ref. to reinforcing ropes</Expl></Tr><Au>Tim.</Au></aS1></AE>', 'key': 'λινόζωστος'}