Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λιμνώδης
λῑμοθνής
λῑμοκτονέω
λῑμοκτονίᾱ
λῑμός
λῑμόψωρος
λῑμώττω
λῖν
Λίνδος
λίνεος
λινόδεσμος
λινόδετος
λινόζωστος
λινοθώρηξ
λινόκροκος
λίνον
λινοπόρος
λῑνοπτάομαι
λινόπτερος
λινορραφής
Λίνος
View word page
λινό-δεσμος
λινόδεσμοςονadjδεσμός of a bridge of boatsbound with flaxi.e. ropes made fr. itA.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λινόδεσμος
Headword (normalized):
λινόδεσμος
Headword (normalized/stripped):
λινοδεσμος
IDX:
24613
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24614
Key:
λινόδεσμος

Data

{'headword_display': '<b>λινό-δεσμος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>λινό<hyph/>δεσμος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>δεσμός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a bridge of boats</Indic><Tr>bound with flax<Expl>i.e. ropes made fr. it</Expl></Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'λινόδεσμος'}