Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λιμνάς
λιμνᾶτις
λίμνη
λιμνουργός
λιμνώδης
λῑμοθνής
λῑμοκτονέω
λῑμοκτονίᾱ
λῑμός
λῑμόψωρος
λῑμώττω
λῖν
Λίνδος
λίνεος
λινόδεσμος
λινόδετος
λινόζωστος
λινοθώρηξ
λινόκροκος
λίνον
λινοπόρος
View word page
λῑμώττω
λῑμώττωAtt.vb of an armystarvePlb.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λῑμώττω
Headword (normalized):
λῑμώττω
Headword (normalized/stripped):
λιμωττω
IDX:
24609
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24610
Key:
λῑμώττω

Data

{'headword_display': '<b>λῑμώττω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>λῑμώττω</HL><PS>Att.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of an army</Indic><Tr>starve</Tr><Au>Plb.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'λῑμώττω'}