Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λιμνάζω
Λίμναι
λιμναῖος
λιμνάς
λιμνᾶτις
λίμνη
λιμνουργός
λιμνώδης
λῑμοθνής
λῑμοκτονέω
λῑμοκτονίᾱ
λῑμός
λῑμόψωρος
λῑμώττω
λῖν
Λίνδος
λίνεος
λινόδεσμος
λινόδετος
λινόζωστος
λινοθώρηξ
View word page
λῑμοκτονίᾱ
λῑμοκτονίᾱᾱςf starvation dietas a medical treatmentPl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λῑμοκτονίᾱ
Headword (normalized):
λῑμοκτονίᾱ
Headword (normalized/stripped):
λιμοκτονια
IDX:
24606
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24607
Key:
λῑμοκτονίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>λῑμοκτονίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>λῑμοκτονίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>starvation diet<Expl>as a medical treatment</Expl></Tr><Au>Pl.</Au> </nS1></NE>', 'key': 'λῑμοκτονίᾱ'}