Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λῑμηρός
λιμνάζω
Λίμναι
λιμναῖος
λιμνάς
λιμνᾶτις
λίμνη
λιμνουργός
λιμνώδης
λῑμοθνής
λῑμοκτονέω
λῑμοκτονίᾱ
λῑμός
λῑμόψωρος
λῑμώττω
λῖν
Λίνδος
λίνεος
λινόδεσμος
λινόδετος
λινόζωστος
View word page
λῑμοκτονέω
λῑμοκτονέωcontr.vbκτείνω starve to deatha personPl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λῑμοκτονέω
Headword (normalized):
λῑμοκτονέω
Headword (normalized/stripped):
λιμοκτονεω
IDX:
24605
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24606
Key:
λῑμοκτονέω

Data

{'headword_display': '<b>λῑμοκτονέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>λῑμοκτονέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>κτείνω</Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>starve to death</Tr><Obj>a person<Au>Pl.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'λῑμοκτονέω'}