Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀποπροτέμνω
ἀποπτοέομαι
ἀπόπτολις
ἄποπτος
ἀπόπτυστος
ἀποπτῡ́ω
ἀπόπτωμα
ἀποπῡδαρίζω
ἀποπυνθάνομαι
ἀποπῡτίζω
ἀποργίζομαι
ἀπόρευτος
ἀπορέω
ἀπορέω
ἀπορητικός
ἀπόρθητος
ἀπορθόω
ἀπορίᾱ
ἀπορμάω
ἀπόρνυμαι
ἄπορος
View word page
ἀπ-οργίζομαι
ἀποργίζομαιpass.vb become very angryMen.

ShortDef

to be angry

Debugging

Headword:
ἀποργίζομαι
Headword (normalized):
ἀποργίζομαι
Headword (normalized/stripped):
αποργιζομαι
IDX:
245
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-246
Key:
ἀποργίζομαι

Data

{'headword_display': '<b>ἀπ-οργίζομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἀπ<hyph/>οργίζομαι</HL><PS>pass.vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>become very angry</Tr><Au>Men.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ἀποργίζομαι'}