Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λίκνον
λικνοφόρος
λικριφίς
Λικύμνιος
λιλαίομαι
λῑμαίνω
λιμενήοχος
λιμενοσκόπος
λιμήν
λῑμηρός
λιμνάζω
Λίμναι
λιμναῖος
λιμνάς
λιμνᾶτις
λίμνη
λιμνουργός
λιμνώδης
λῑμοθνής
λῑμοκτονέω
λῑμοκτονίᾱ
View word page
λιμνάζω
λιμνάζωvbλίμνη of a river, a liquidform a lakePlu.

ShortDef

form stagnant pools

Debugging

Headword:
λιμνάζω
Headword (normalized):
λιμνάζω
Headword (normalized/stripped):
λιμναζω
IDX:
24596
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24597
Key:
λιμνάζω

Data

{'headword_display': '<b>λιμνάζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>λιμνάζω</HL><PS>vb</PS><Ety><Ref>λίμνη</Ref></Ety></vHG> <vS1><Indic>of a river, a liquid</Indic><Tr>form a lake</Tr><Au>Plu.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'λιμνάζω'}