Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λικμάω
λικμητήρ
λικνῖτις
λίκνον
λικνοφόρος
λικριφίς
Λικύμνιος
λιλαίομαι
λῑμαίνω
λιμενήοχος
λιμενοσκόπος
λιμήν
λῑμηρός
λιμνάζω
Λίμναι
λιμναῖος
λιμνάς
λιμνᾶτις
λίμνη
λιμνουργός
λιμνώδης
View word page
λιμενο-σκόπος
λιμενοσκόποςονadjσκοπέωdial.masc.fem.gen.
λιμενοσκόπω
epith. of Zeus, Artemiswatching over harboursCall.

ShortDef

watching the harbour

Debugging

Headword:
λιμενοσκόπος
Headword (normalized):
λιμενοσκόπος
Headword (normalized/stripped):
λιμενοσκοπος
IDX:
24593
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24594
Key:
λιμενοσκόπος

Data

{'headword_display': '<b>λιμενο-σκόπος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>λιμενο<hyph/>σκόπος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>σκοπέω</Ref></Ety><FG><Tns><Lbl>dial.masc.fem.gen.</Lbl><Form>λιμενοσκόπω</Form></Tns></FG></HG> <aS1><Indic>epith. of Zeus, Artemis</Indic><Tr>watching over harbours</Tr><Au>Call.</Au></aS1></AE>', 'key': 'λιμενοσκόπος'}