Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λιθώδης
λικμάω
λικμητήρ
λικνῖτις
λίκνον
λικνοφόρος
λικριφίς
Λικύμνιος
λιλαίομαι
λῑμαίνω
λιμενήοχος
λιμενοσκόπος
λιμήν
λῑμηρός
λιμνάζω
Λίμναι
λιμναῖος
λιμνάς
λιμνᾶτις
λίμνη
λιμνουργός
View word page
λιμενήοχος
λιμενήοχοςονep.adjλιμήνἔχω of a headlandprotecting a harbourAR.

ShortDef

closing in the harbour

Debugging

Headword:
λιμενήοχος
Headword (normalized):
λιμενήοχος
Headword (normalized/stripped):
λιμενηοχος
IDX:
24592
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24593
Key:
λιμενήοχος

Data

{'headword_display': '<b>λιμενήοχος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>λιμενήοχος</HL><Infl>ον</Infl><PS>ep.adj</PS><Ety><Ref>λιμήν</Ref><Ref>ἔχω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a headland</Indic><Tr>protecting a harbour</Tr><Au>AR.</Au> </aS1></AE>', 'key': 'λιμενήοχος'}