Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λιθοφόρος
λιθώδης
λικμάω
λικμητήρ
λικνῖτις
λίκνον
λικνοφόρος
λικριφίς
Λικύμνιος
λιλαίομαι
λῑμαίνω
λιμενήοχος
λιμενοσκόπος
λιμήν
λῑμηρός
λιμνάζω
Λίμναι
λιμναῖος
λιμνάς
λιμνᾶτις
λίμνη
View word page
λῑμαίνω
λῑμαίνωvbλῑμόςaor.
ἐλῑ́μηνα
of armies, animalsbe short of food, go hungryHdt.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λῑμαίνω
Headword (normalized):
λῑμαίνω
Headword (normalized/stripped):
λιμαινω
IDX:
24591
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24592
Key:
λῑμαίνω

Data

{'headword_display': '<b>λῑμαίνω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>λῑμαίνω</HL><PS>vb</PS><Ety><Ref>λῑμός</Ref></Ety><FG><Tns><Lbl>aor.</Lbl><Form>ἐλῑ́μηνα</Form></Tns></FG></vHG> <vS1><Indic>of armies, animals</Indic><Tr>be short of food, go hungry</Tr><Au>Hdt.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'λῑμαίνω'}