Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λιθοτόμος
λιθουργεῖον
λιθουργός
λιθοφορέω
λιθοφόρος
λιθώδης
λικμάω
λικμητήρ
λικνῖτις
λίκνον
λικνοφόρος
λικριφίς
Λικύμνιος
λιλαίομαι
λῑμαίνω
λιμενήοχος
λιμενοσκόπος
λιμήν
λῑμηρός
λιμνάζω
Λίμναι
View word page
λικνο-φόρος
λικνοφόροςουm.fφέρω carrier of the winnowing-basketin a sacred procession D.

ShortDef

carrying the sacred

Debugging

Headword:
λικνοφόρος
Headword (normalized):
λικνοφόρος
Headword (normalized/stripped):
λικνοφορος
IDX:
24587
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24588
Key:
λικνοφόρος

Data

{'headword_display': '<b>λικνο-φόρος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>λικνο<hyph/>φόρος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m.f</PS><Ety><Ref>φέρω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr> carrier of the winnowing-basket<Expl>in a sacred procession</Expl> </Tr><Au>D.</Au> </nS1></NE>', 'key': 'λικνοφόρος'}