Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λιθοσπαδής
λιθόστρωτος
λιθοτομίαι
λιθοτόμος
λιθουργεῖον
λιθουργός
λιθοφορέω
λιθοφόρος
λιθώδης
λικμάω
λικμητήρ
λικνῖτις
λίκνον
λικνοφόρος
λικριφίς
Λικύμνιος
λιλαίομαι
λῑμαίνω
λιμενήοχος
λιμενοσκόπος
λιμήν
View word page
λικμητήρ
λικμητήρῆροςm winnowerIl.

ShortDef

a winnower

Debugging

Headword:
λικμητήρ
Headword (normalized):
λικμητήρ
Headword (normalized/stripped):
λικμητηρ
IDX:
24584
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24585
Key:
λικμητήρ

Data

{'headword_display': '<b>λικμητήρ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>λικμητήρ</HL><Infl>ῆρος</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>winnower</Tr><Au>Il.</Au> </nS1></NE>', 'key': 'λικμητήρ'}