Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λιθολόγος
λίθος
λιθοσπαδής
λιθόστρωτος
λιθοτομίαι
λιθοτόμος
λιθουργεῖον
λιθουργός
λιθοφορέω
λιθοφόρος
λιθώδης
λικμάω
λικμητήρ
λικνῖτις
λίκνον
λικνοφόρος
λικριφίς
Λικύμνιος
λιλαίομαι
λῑμαίνω
λιμενήοχος
View word page
λιθώδης
λιθώδηςεςadj of ground, a roadstonyHdt. X.fig., of an element in a person's naturePl.

ShortDef

like stone, stony

Debugging

Headword:
λιθώδης
Headword (normalized):
λιθώδης
Headword (normalized/stripped):
λιθωδης
IDX:
24582
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24583
Key:
λιθώδης

Data

{'headword_display': '<b>λιθώδης</b>', 'content': "<AE><HG><HL>λιθώδης</HL><Infl>ες</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of ground, a road</Indic><Tr>stony</Tr><Au>Hdt. X.</Au><aS2><Indic>fig., of an element in a person's nature</Indic><Au>Pl.</Au> </aS2></aS1> </AE>", 'key': 'λιθώδης'}