Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λιθόλευστος
λιθολόγημα
λιθολόγος
λίθος
λιθοσπαδής
λιθόστρωτος
λιθοτομίαι
λιθοτόμος
λιθουργεῖον
λιθουργός
λιθοφορέω
λιθοφόρος
λιθώδης
λικμάω
λικμητήρ
λικνῖτις
λίκνον
λικνοφόρος
λικριφίς
Λικύμνιος
λιλαίομαι
View word page
λιθοφορέω
λιθοφορέωcontr.vbλιθοφόρος carry stonesfor building operationsTh.

ShortDef

to carry stones

Debugging

Headword:
λιθοφορέω
Headword (normalized):
λιθοφορέω
Headword (normalized/stripped):
λιθοφορεω
IDX:
24580
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24581
Key:
λιθοφορέω

Data

{'headword_display': '<b>λιθοφορέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>λιθοφορέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>λιθοφόρος</Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>carry stones<Expl>for building operations</Expl></Tr><Au>Th.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'λιθοφορέω'}