Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λιθοκόπος
λιθόλευστος
λιθολόγημα
λιθολόγος
λίθος
λιθοσπαδής
λιθόστρωτος
λιθοτομίαι
λιθοτόμος
λιθουργεῖον
λιθουργός
λιθοφορέω
λιθοφόρος
λιθώδης
λικμάω
λικμητήρ
λικνῖτις
λίκνον
λικνοφόρος
λικριφίς
Λικύμνιος
View word page
λιθουργός
λιθουργόςοῦmἔργον man working in stone or marblestone-masonTh. Ar. Plu.sculptorArist. λιθουργόςόνadjof iron toolsfor stone-workingTh.

ShortDef

a worker in stone, stone-mason

Debugging

Headword:
λιθουργός
Headword (normalized):
λιθουργός
Headword (normalized/stripped):
λιθουργος
IDX:
24579
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24580
Key:
λιθουργός

Data

{'headword_display': '<b>λιθουργός</b>', 'content': '<NE><HG><HL>λιθουργός</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>ἔργον</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>man working in stone or marble</Def><Tr>stone-mason</Tr><Au>Th. Ar. Plu.</Au><nS2><Tr>sculptor</Tr><Au>Arist.</Au></nS2></nS1> <RelW><HG><HL>λιθουργός</HL><Infl>όν</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of iron tools</Indic><Tr>for stone-working</Tr><Au>Th.</Au></aS1></RelW></NE>', 'key': 'λιθουργός'}