Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λιθοκόλλητος
λιθοκόπος
λιθόλευστος
λιθολόγημα
λιθολόγος
λίθος
λιθοσπαδής
λιθόστρωτος
λιθοτομίαι
λιθοτόμος
λιθουργεῖον
λιθουργός
λιθοφορέω
λιθοφόρος
λιθώδης
λικμάω
λικμητήρ
λικνῖτις
λίκνον
λικνοφόρος
λικριφίς
View word page
λιθουργεῖον
λιθουργεῖονουnλιθουργός stone-mason'ssculptor's workshopIs.

ShortDef

quarry

Debugging

Headword:
λιθουργεῖον
Headword (normalized):
λιθουργεῖον
Headword (normalized/stripped):
λιθουργειον
IDX:
24578
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24579
Key:
λιθουργεῖον

Data

{'headword_display': '<b>λιθουργεῖον</b>', 'content': "<NE><HG><HL>λιθουργεῖον</HL><Infl>ου</Infl><PS>n</PS><Ety><Ref>λιθουργός</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>stone-mason's<or/>sculptor's workshop</Tr><Au>Is.</Au></nS1></NE>", 'key': 'λιθουργεῖον'}