Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λιθοβόλος
λιθόδερμος
λιθοειδής
λιθοκόλλητος
λιθοκόπος
λιθόλευστος
λιθολόγημα
λιθολόγος
λίθος
λιθοσπαδής
λιθόστρωτος
λιθοτομίαι
λιθοτόμος
λιθουργεῖον
λιθουργός
λιθοφορέω
λιθοφόρος
λιθώδης
λικμάω
λικμητήρ
λικνῖτις
View word page
λιθό-στρωτος
λιθόστρωτοςονadjστρωτός of a chamberspread with stonesrock-flooredS. ΛιθόστρωτονουnPaved Wayname of a public space in JerusalemNT.

ShortDef

paved with stones

Debugging

Headword:
λιθόστρωτος
Headword (normalized):
λιθόστρωτος
Headword (normalized/stripped):
λιθοστρωτος
IDX:
24575
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24576
Key:
λιθόστρωτος

Data

{'headword_display': '<b>λιθό-στρωτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>λιθό<hyph/>στρωτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>στρωτός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a chamber</Indic><Def>spread with stones</Def><Tr>rock-floored</Tr><Au>S.</Au></aS1> <RelW><HG><HL>Λιθόστρωτον</HL><Infl>ου</Infl><PS>n</PS></HG><nS1><Tr>Paved Way<Expl>name of a public space in Jerusalem</Expl></Tr><Au>NT.</Au></nS1></RelW></AE>', 'key': 'λιθόστρωτος'}