Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λιθοβολέω
λιθοβόλος
λιθόδερμος
λιθοειδής
λιθοκόλλητος
λιθοκόπος
λιθόλευστος
λιθολόγημα
λιθολόγος
λίθος
λιθοσπαδής
λιθόστρωτος
λιθοτομίαι
λιθοτόμος
λιθουργεῖον
λιθουργός
λιθοφορέω
λιθοφόρος
λιθώδης
λικμάω
λικμητήρ
View word page
λιθο-σπαδής
λιθοσπαδήςέςadjσπάω of a sealed tombwith the stones torn awayS.

ShortDef

made by tearing out stones

Debugging

Headword:
λιθοσπαδής
Headword (normalized):
λιθοσπαδής
Headword (normalized/stripped):
λιθοσπαδης
IDX:
24574
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24575
Key:
λιθοσπαδής

Data

{'headword_display': '<b>λιθο-σπαδής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>λιθο<hyph/>σπαδής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>σπάω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a sealed tomb</Indic><Tr>with the stones torn away</Tr><Au>S.</Au> </aS1> </AE>', 'key': 'λιθοσπαδής'}