Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λιθίδιον
λίθινος
λιθοβολέω
λιθοβόλος
λιθόδερμος
λιθοειδής
λιθοκόλλητος
λιθοκόπος
λιθόλευστος
λιθολόγημα
λιθολόγος
λίθος
λιθοσπαδής
λιθόστρωτος
λιθοτομίαι
λιθοτόμος
λιθουργεῖον
λιθουργός
λιθοφορέω
λιθοφόρος
λιθώδης
View word page
λιθο-λόγος
λιθολόγοςουmλέγω stone-mason, masonPl.attached to an army, for building fortificationsTh. X.

ShortDef

one who builds with stones picked out

Debugging

Headword:
λιθολόγος
Headword (normalized):
λιθολόγος
Headword (normalized/stripped):
λιθολογος
IDX:
24572
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24573
Key:
λιθολόγος

Data

{'headword_display': '<b>λιθο-λόγος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>λιθο<hyph/>λόγος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>λέγω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>stone-mason, mason</Tr><Au>Pl.</Au><nS2><Indic>attached to an army, for building fortifications</Indic><Au>Th. X.</Au></nS2></nS1></NE>', 'key': 'λιθολόγος'}