Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λίθεος
λιθίᾱ
λιθίδιον
λίθινος
λιθοβολέω
λιθοβόλος
λιθόδερμος
λιθοειδής
λιθοκόλλητος
λιθοκόπος
λιθόλευστος
λιθολόγημα
λιθολόγος
λίθος
λιθοσπαδής
λιθόστρωτος
λιθοτομίαι
λιθοτόμος
λιθουργεῖον
λιθουργός
λιθοφορέω
View word page
λιθό-λευστος
λιθόλευστοςονadjλεύω of a violent deathby stoningS. of a lover's soul, envisaged as a runawaydeserving to be stoned, damnableCall.epigr.

ShortDef

stoned with stones

Debugging

Headword:
λιθόλευστος
Headword (normalized):
λιθόλευστος
Headword (normalized/stripped):
λιθολευστος
IDX:
24570
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24571
Key:
λιθόλευστος

Data

{'headword_display': '<b>λιθό-λευστος</b>', 'content': "<AE><HG><HL>λιθό<hyph/>λευστος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>λεύω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a violent death</Indic><Tr>by stoning</Tr><Au>S.</Au></aS1> <aS1><Indic>of a lover's soul, envisaged as a runaway</Indic><Tr>deserving to be stoned, damnable</Tr><Au>Call.<Wk>epigr.</Wk></Au></aS1></AE>", 'key': 'λιθόλευστος'}