Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λιθάω
λίθεος
λιθίᾱ
λιθίδιον
λίθινος
λιθοβολέω
λιθοβόλος
λιθόδερμος
λιθοειδής
λιθοκόλλητος
λιθοκόπος
λιθόλευστος
λιθολόγημα
λιθολόγος
λίθος
λιθοσπαδής
λιθόστρωτος
λιθοτομίαι
λιθοτόμος
λιθουργεῖον
λιθουργός
View word page
λιθο-κόπος
λιθοκόποςουmκόπτω stone-cutter, masonD.

ShortDef

a stone-cutter

Debugging

Headword:
λιθοκόπος
Headword (normalized):
λιθοκόπος
Headword (normalized/stripped):
λιθοκοπος
IDX:
24569
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24570
Key:
λιθοκόπος

Data

{'headword_display': '<b>λιθο-κόπος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>λιθο<hyph/>κόπος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>κόπτω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>stone-cutter, mason</Tr><Au>D.</Au> </nS1></NE>', 'key': 'λιθοκόπος'}