Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λιθάς
λιθάω
λίθεος
λιθίᾱ
λιθίδιον
λίθινος
λιθοβολέω
λιθοβόλος
λιθόδερμος
λιθοειδής
λιθοκόλλητος
λιθοκόπος
λιθόλευστος
λιθολόγημα
λιθολόγος
λίθος
λιθοσπαδής
λιθόστρωτος
λιθοτομίαι
λιθοτόμος
λιθουργεῖον
View word page
λιθο-κόλλητος
λιθοκόλλητοςονadjκολλητός of a horse's metal bitset with stonesto make it more painfulS. of cups, armour, jewelleryset with precious stonesThphr. Plu.

ShortDef

set with precious stones

Debugging

Headword:
λιθοκόλλητος
Headword (normalized):
λιθοκόλλητος
Headword (normalized/stripped):
λιθοκολλητος
IDX:
24568
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24569
Key:
λιθοκόλλητος

Data

{'headword_display': '<b>λιθο-κόλλητος</b>', 'content': "<AE><HG><HL>λιθο<hyph/>κόλλητος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>κολλητός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a horse's metal bit</Indic><Tr>set with stones<Expl>to make it more painful</Expl></Tr><Au>S.</Au> </aS1><aS1><Indic>of cups, armour, jewellery</Indic><Tr>set with precious stones</Tr><Au>Thphr. Plu.</Au></aS1> </AE>", 'key': 'λιθοκόλλητος'}