Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λιθάζω
λίθαξ
λιθάς
λιθάω
λίθεος
λιθίᾱ
λιθίδιον
λίθινος
λιθοβολέω
λιθοβόλος
λιθόδερμος
λιθοειδής
λιθοκόλλητος
λιθοκόπος
λιθόλευστος
λιθολόγημα
λιθολόγος
λίθος
λιθοσπαδής
λιθόστρωτος
λιθοτομίαι
View word page
λιθό-δερμος
λιθόδερμοςονadjδέρμα hyperbol., of persons under torturewith skin as hard as stonethick-skinnedArist.dub.

ShortDef

with stony hide

Debugging

Headword:
λιθόδερμος
Headword (normalized):
λιθόδερμος
Headword (normalized/stripped):
λιθοδερμος
IDX:
24566
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24567
Key:
λιθόδερμος

Data

{'headword_display': '<b>λιθό-δερμος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>λιθό<hyph/>δερμος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>δέρμα</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>hyperbol., of persons under torture</Indic><Def>with skin as hard as stone</Def><Tr>thick-skinned</Tr><Au>Arist.<LblR>dub.</LblR></Au> </aS1></AE>', 'key': 'λιθόδερμος'}