Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

λιγυσφάραγος
λιγύφθογγος
λιγύφωνος
λῑ́ην
λιθάζω
λίθαξ
λιθάς
λιθάω
λίθεος
λιθίᾱ
λιθίδιον
λίθινος
λιθοβολέω
λιθοβόλος
λιθόδερμος
λιθοειδής
λιθοκόλλητος
λιθοκόπος
λιθόλευστος
λιθολόγημα
λιθολόγος
View word page
λιθίδιον
λιθίδιονουndimin.λίθος small precious stonegemPl.

ShortDef

a pebble

Debugging

Headword:
λιθίδιον
Headword (normalized):
λιθίδιον
Headword (normalized/stripped):
λιθιδιον
IDX:
24562
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24563
Key:
λιθίδιον

Data

{'headword_display': '<b>λιθίδιον</b>', 'content': '<NE><HG><HL>λιθίδιον</HL><Infl>ου</Infl><PS>n</PS><Ety>dimin.<Ref>λίθος</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>small precious stone</Def><Tr>gem</Tr><Au>Pl.</Au> </nS1></NE>', 'key': 'λιθίδιον'}