Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Λίγυς
λιγυσφάραγος
λιγύφθογγος
λιγύφωνος
λῑ́ην
λιθάζω
λίθαξ
λιθάς
λιθάω
λίθεος
λιθίᾱ
λιθίδιον
λίθινος
λιθοβολέω
λιθοβόλος
λιθόδερμος
λιθοειδής
λιθοκόλλητος
λιθοκόπος
λιθόλευστος
λιθολόγημα
View word page
λιθίᾱ
λιθίᾱorλιθείᾱᾱςf stoneworkbuilding-stonesPlb.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
λιθίᾱ
Headword (normalized):
λιθίᾱ
Headword (normalized/stripped):
λιθια
IDX:
24561
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-24562
Key:
λιθίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>λιθίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>λιθίᾱ<VL><Lbl>or</Lbl><FmHL>λιθείᾱ</FmHL></VL></HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>stonework<or/>building-stones</Tr><Au>Plb.</Au></nS1> </NE>', 'key': 'λιθίᾱ'}